Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
οψιμάθεια — η [οψιμαθής] η ιδιότητα τού οψιμαθούς, μάθηση που αποκτήθηκε σε προχωρημένη ηλικία, καθυστερημένα … Dictionary of Greek
οψιμαθία — ὀψιμαθία, ἡ (Α) [οψιμαθής] η οψιμάθεια … Dictionary of Greek